22.7.09

Οικολογικές θεωρήσεις: ανθρωποκεντρισμός - οικοκεντρισμός


Στη νεότερη εποχή ή στην περίοδο που αρχίζει επιστημονικά από το Γαλιλαίο και φθάνει μέχρι σήμερα θα μπορούσαμε σε σχέση με τον τρόπο έρευνας και αντιμετώπισης της φύσης να διακρίνουμε δύο κύρια πρότυπα.
Το ένα πρότυπο περιλαμβάνει επιστήμονες σαν τον Γαλιλαίο, τον Καρτέσιο, τον Βάκωνα και τον Νεύτωνα, που δέχονται ότι ο κόσμος (περιλαμβανομένης και της ζωντανής φύσης) είναι μια μηχανή, συγκροτείται από ένα σύνολο σωμάτων ή ουσιών που καταλαμβάνουν καθορισμένο χώρο και διατηρούν την ταυτότητα τους ανεξαρτήτως των σχέσεων που έχουν
μεταξύ τους. Η φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ύλη εν κινήσει. Τον κόσμο αυτόν διέπει η αρχή της συνεχείας και η αρχή της αιτιότητας που δέχεται ότι τα πάντα εν αυτώ μπορούν να εξηγηθούν αιτιοκρατικά και μηχανοκρατικά. Το μηχανοκρατικό, αιτιοκρατικό και υλιστικό πρότυπο καθίσταται το κυρίως επιστημονικό παράδειγμα κατά τη Νεώτερη εποχή στον Δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Τα πάντα κατά το πρότυπο αυτό μπορούν να υπολογίζονται μαθηματικά και ποσοτικά και να εξηγούνται αιτιοκρατικά. Σε όσες περιπτώσεις μια τέτοια εξήγηση δεν είναι δυνατή κατά το παρόν, το πρότυπο παραπέμπει στο μέλλον.
Το άλλο πρότυπο για τη φύση προβάλλουν οι Ρομαντικοί (π.χ. ο Coleridge, o Wordsworth και o Shelley) που αρνούνται το μηχανοκρατικό πρότυπο, τονίζουν την ποικιλομορφία και την αισθητική αξία της φύσεως και εκ των φιλοσόφων Σπινόζα (πανθεϊσμός), ο Σοπενάουερ (η βούληση είναι εκείνη που κινεί τον κόσμο) και ο Λάιμπνιτς, που δέχονται ότι η φύση πρέπει να λογίζεται ως οργανισμός και όχι ως μηχανισμός.
Εδώ εντοπίζουμε την γενεσιουργό αιτία του οικολογικού προβλήματος. Το μηχανοκρατικό πρότυπο περί της φύσεως, νοούμενης ως «ύλης εν κινήσει», αφαιρεί από τη φύση κάθε ιερότητα και αποτρέπει τον άνθρωπο να δείχνει σεβασμό προς αυτή και διάθεση προστασίας. Αντίθετα οδηγεί σε κατακυριάρχηση, υπερεκμετάλλευση, εξουθένωση και εν τέλει στην καταστροφή της.
Κατά την ανθρωποκεντρική αντίληψη για τη φύση, ο άνθρωπος, νοούμενος δυαρχικά (δηλαδή ως ον συνιστάμενο από σώμα και ψυχή κατά τον Καρτέσιο) είναι το κατ’ εξοχήν ον στη φύση. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η συνείδησή του, που είναι κάτι το έτερον της φύσεως, διότι η συνείδηση ερωτά για τη φύση, μπορεί να διερευνά τις αιτίες της και να αποκαλύπτει τα μυστικά της φύσεως και να έχει συνείδηση και μνήμη των ενεργημάτων στα οποία προβαίνει. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει τις διαδικασίες και τους νόμους που διέπουν τη φύση και τους μιμείται. Η γνώση αυτή παρέχει σ’ αυτόν δύναμη να επεμβαίνει στη φύση. Επεμβαίνοντας ο άνθρωπος στα της φύσεως επιδιώκει την επ’ αυτής κυριαρχία και εκμετάλλευση των πηγών της για παραγωγή αγαθών. Η κατακυριάρχηση πάνω στη φύση και η υπερεκμετάλλευση των πηγών της γίνονται προς ιδίον όφελος και μόνο. Επομένως, η στάση του ανθρώπου έναντι της φύσεως είναι κατ’ ουσίαν σχέση άρχοντα και δούλου, είναι σχέση εξουσιαστική, εκμεταλλευτική, εφ’ όσον δε η φύση χρειάζεται προστασία ώστε να μην κατασπαταλώνται οι πόροι της, τότε μπορεί να λαμβάνονται μέτρα περιορισμού του προβλήματος. Τούτο βέβαια γίνεται πάλι για χάρη του ανθρώπου ή και των μελλοντικών ανθρώπινων γενεών. Η φύση κατά την ανθρωποκεντρική αντίληψη δεν είναι ενδογενής αξία ούτε χρειάζεται να δείχνεται κάποιος σεβασμός προς αυτήν. Το ανθρωποκεντρικό αυτό οικολογικό πρότυπο θεώρησης της φύσης οδήγησε στην οικολογική κρίση και στην καταστροφή της φύσης.
Σε πλήρη αντιδιαστολή με το προηγούμενο πρότυπο βρίσκεται η βιοκεντρική και οικοκεντρική αντίληψη για τη φύση. Η οικοκεντρική αντίληψη για τη φύση δέχεται τα εξής:
Τα φυσικά συστήματα είναι αυτοδημιουργούμενα εξελικτικά σύνολα, που τα τμήματά τους συνεργάζονται όπως στους οργανισμούς. Τα φυσικά συστήματα και τα οικοσυστήματα είναι η βάση κάθε οργανικής ύπαρξης, και γι’ αυτό έχουν εγγενή αξία. Ο άνθρωπος είναι μέρος των συστημάτων αυτών, συνάπτεται εσωτερικά προς αυτά και έτσι η εγγενής του αξία συνδέεται προς το όλον εντός του οποίου τοποθετείται. Η ανθρώπινη δράση μπορεί να θραύσει την κοινότητα των οικοσυστημάτων να αυτοσυντηρούνται και να αυτοανελίσσονται. Γι’ αυτό οι ανθρώπινες πράξεις πρέπει να αποσκοπούν στην προστασία της ποικιλίας, της σταθερότητας και ωραιότητας στη γη καθώς και στην προώθηση της εκδίπλωσης και άνθησης κάθε μορφής ζωής στον κόσμο.
Συνοψίζοντας επιγραμματικά τις δύο κοσμοαντιλήψεις, μπορούμε να αριθμήσουμε τις ακόλουθες παραμέτρους για την κάθε μία:
Κατά την ανθρωποκεντρική θεώρηση της φύσεως:
1. Ο άνθρωπος είναι ένα ον με συνείδηση. Είναι κάτι το ξεχωριστό μέσα στη φύση και έχει εγγενή αξία.
2. Τα άλλα όντα στη φύση έχουν μόνο χρηστική και λειτουργική αξία και όχι εγγενή.
3. Τα διάφορα όντα στη φύση επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο κατά τρόπο που μπορεί να εξηγηθεί μηχανοκρατικά.
4. Τα διάφορα όντα και τα φυσικά συστήματα που απαρτίζουν συνδέονται μεταξύ τους δι εξωτερικών σχέσεων.
Κατά την οικοκεντρική θεώρηση της φύσεως:
1. Ο άνθρωπος είναι ένα έμβρυο ον όμοιο με όλα τα άλλα φυσικά όντα.
2. Τα οικοσυστήματα ως οργανικά όλα είναι ξεχωριστές οντότητες.
3. Τα οικοσυστήματα έχουν εσωτερικές διαρθρώσεις και εγγενή αξία.
4. Τα μέρη των φυσικών συστημάτων και τα οικοσυστήματα μεταξύ τους συνδέονται δι εσωτερικών σχέσεων.
5. Η ανθρώπινη ηθικότητα πρέπει να διευρυνθεί ώστε να περιλάβει και τη σχέση του ανθρώπου προς όλα τα άλλα όντα.
Όλες οι παραπάνω προτάσεις έχουν μεταφυσικό χαρακτήρα (Βουδούρης). Πρόκειται στην ουσία για θεωρήσεις και πίστεις που το περιεχόμενο τους αναφέρεται στα μετά τη φύση ή σε όσα υπέρκεινται της φύσεως. Το να παρατηρήσουμε τη φύση καθ’ εαυτήν, δηλαδή αξιολογικός γυμνή και απαλλαγμένη από κάθε θεωρητικής και μεταφυσικής μορφής φόρτιση, δεν μπορεί να συμβεί. Η σχέση μας και η αντίληψή μας για αυτήν προσδιορίζεται εν πολλοίς από εννοιολογικά και πολιτιστικά a priori. Η περίπτωση να υπάρχει μια τελείως απαλλαγμένη από μεταφυσικές θέσεις αντίληψη για τη φύση πρέπει να αποκλειστεί. Ομοίως θα πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση κατά την οποία μπορεί να υπάρξει ανθρώπινη κοινωνία που μπορεί να μην έχει κάποια αντίληψη για τη φύση. Η σχέση του ανθρώπου και των κοινωνιών εντός των οποίων ζει προ τη φύση είναι ομόζυγη και διαλεκτική. Κάθε κοινωνία προβαίνει τρόπον τινά σε μια κατασκευή ή σε υιοθέτηση κάποιας αντίληψης για τη φύση. Επομένως το πώς ο άνθρωπος βλέπει τη φύση δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τις αποφάσεις του κάθε επί μέρους ανθρώπου ξεχωριστά, αλλά είναι κάτι που κυκλοφορεί ως πολιτιστικό a priori που επηρεάζει τη στάση όλων εν γένει των ανθρώπων (Neil, Evernden).
Στη σύγχρονη εποχή, παρόλη την επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική πρόοδο, δεν λαμβάνει χώρα καμιά ευρύτερη αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων, επειδή, όπως έχει ήδη παρατηρήσει και ο Καστοριάδης, η επιστημονικοτεχνική δομή εντός των σύγχρονων πολιτικών κοινωνιών του άναρχου καπιταλισμού, έχοντας ξεχωρίσει την επιστήμη από την ηθική (κατά το κήρυγμα του θετικισμού και του επιστημονισμού) μπορεί να κάνει πολλά, αλλά και καταστροφικά πράγματα.

( Το κείμενο είναι απόσπασμα της διπλωματικής μου εργασίας με θέμα:«Η ΑΡΧΑΙΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ» ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: